Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου του 1831 και ο πρώτος Κυβερνήτης της Ελληνικής Πολιτείας, Ιωάννης Καποδίστριας, ετοιμάζεται να πάει στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα για την πρωινή λειτουργία, συνοδευόμενος από την ασφάλειά του.
«Εάν οι Μαυρομιχαλαίοι θέλουν να με δολοφονήσουν ας με δολοφονήσουν. Τόσο το χειρότερον δι' αυτούς. Θα έλθη κάποτε η μέρα κατά την οποίαν οι Έλληνες θα εννοήσουν την σημασίαν της θυσίας μου», απαντούσε σε όσους του εφιστούσαν να προσέχει τη συγκεκριμένη οικογένεια.
Φτάνοντας στην εκκλησία ο κυβερνήτης είδε τους Μαυρομιχαλαίους και ένιωσε ταραχή. Ο Κυβερνήτης βγάζει το καπέλο του προκειμένου να εισέλθει ασκεπής στην εκκλησία και τότε ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης τον αρπάζει από το αριστερό χέρι και τον πυροβολεί στην βάση του κρανίου. Την ίδια στιγμή, ο νεαρός Γιώργης τον μαχαιρώνει στα δεξιά της βουβωνικής χώρας. Ο Ιωάννης Καποδίστριας πέφτει νεκρός, δίχως να προλάβει να πει λέξη ενώ ο μονόχειρας σωματοφύλακάς του τον αφήνει να πέσει μαλακά στο έδαφος και κυνηγά τους φονιάδες του.
Η δολοφονία του Καποδίστρια, το 1831, στο Ναύπλιο οδήγησε σε μια περίοδο εμφύλιων συγκρούσεων μεταξύ φατριών οι οποίες μάχονταν για θέσεις επιρροής πριν φθάσει στην έρημη, πλέον, χώρα, ξένος μονάρχης. Ο Κυβερνήτης πίστευε στην πεφωτισμένη, όχι απαραίτητα δημοκρατική διακυβέρνηση αλλά η πατρική του αγάπη προς τη μεγάλη πλειοψηφία των ακτημόνων αγροτών και τα σχέδια αναδιανομής των εθνικών γαιών σ' αυτούς τον κατέστησαν λαϊκό ήρωα. Ο θάνατος του αποτέλεσε πλήγμα για τους αόρατους αγρότες της Ελλάδας οι οποίοι αισθάνονταν ότι έχασαν τον μόνο ειλικρινή προστάτη τους.
Στις 7 Οκτωβρίου 1831 ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης, καταδικάζεται σε θάνατο στο Ναύπλιο. Τουφεκίστηκε λίγες μέρες αργότερα. Είναι χαρακτηριστικό ότι, παρά την παρέλευση τόσο μεγάλου χρονικού διαστήματος, ο φάκελος για τη δολοφονία του Καποδίστρια στα αρχεία του βρετανικού Υπουργείου Εξωτερικών παραμένει ακόμη απόρρητος.