Η θέσπιση του Συντάγματος του 1864 σηματοδοτούσε τη μετάβαση από τη μοναρχική αρχή στη δημοκρατική αρχή, καθώς το νέο Σύνταγμα καθιέρωνε την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Το πολίτευμα που εγκαθιδρυόταν με αυτό ήταν εκείνο της Βασιλευόμενης Δημοκρατίας (και όχι πλέον της συνταγματικής μοναρχίας).
Για πρώτη φορά στην ελληνική συνταγματική ιστορία καθιερωνόταν – και τυπικά πλέον – η καθολική ψηφοφορία (πάντοτε του άρρενος μόνο πληθυσμού). Επρόκειτο για μια πρωτοποριακή εξέλιξη σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο.
Με το Σύνταγμα του 1864, υιοθετούνταν το σύστημα της μονήρους Βουλής, δηλαδή του ενός νομοθετικού σώματος. Η αρνητική εμπειρία της οθωμανικής περιόδου είχε συμβάλει καθοριστικά στην απαξίωση των θεσμών τόσο της Γερουσίας όσο και του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Στο πεδίο της προστασίας των συνταγματικών ελευθεριών, έκαναν για πρώτη φορά την εμφάνισή τους δύο ατομικά δικαιώματα συλλογικής δράσης με ιδιαίτερη πολιτική σημασία, τα δικαιώματα του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι.
Η πρώτη δεκαετία εφαρμογής του νέου Συντάγματος (1864-1875) χαρακτηρίστηκε κατά κύριο λόγο από μια μοναρχική ανάγνωση των συνταγματικών διατάξεων σχετικά με το διορισμό και την παύση των κυβερνήσεων. Η μετάβαση στη δημοκρατική αρχή ολοκληρώθηκε, όσο αυτό ήταν εφικτό στο πλαίσιο του πολιτεύματος της βασιλευόμενης δημοκρατίας, με την αποδοχή της αρχής της «δεδηλωμένης» το 1875. Η εξάρτηση της Κυβέρνησης από την εμπιστοσύνη της (πλειοψηφίας) της Βουλής εισήχθη, στη συγκυρία του τέλους του 19ου αιώνα, ως «συνθήκη» του πολιτεύματος, δηλαδή ως πολιτικός κανόνας στερούμενος νομικής δεσμευτικότητας.